- ολοπελάγιος
- -α, -οζωολ. (για θαλάσσιο οργανισμό) αυτός που κολυμπά ελεύθερα καθ' όλη τη διάρκεια τής ζωής του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)-* + πέλαγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek